αφρομανώ

αφρομανώ
(-άω)
αφροκοπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • φουρτουνιάζω — φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ πρόσωπο 1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός). 2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”